Δείτε επίσης: Σύρτις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύρτις αἱ σύρτεις
      γενική τῆς σύρτεως τῶν σύρτεων
      δοτική τῇ σύρτει ταῖς σύρτεσι(ν)
    αιτιατική τὴν σύρτιν τὰς σύρτεις
     κλητική ! σύρτι σύρτεις
Δείτε το αρχαίο Σύρτις με περισσότερους τύπους.
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύρτις < αρχαία ελληνική Σύρτις (πόλη της Λιβύης) < σύρω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σύρτις θηλυκό

  • (καθαρεύουσα) → δείτε το αρχαίο Σύρτις: λόφος άμμου στο βυθό της θάλασσας, που μεταβάλλεται ως προς το σχήμα και τη θέση του από την επίδραση των υποθαλάσσιων ρευμάτων
    ※  τὸ πλοῖον συνετρίβη εἰς τοὺς ὑπὸ τὸ κῦμα ὑπούλους βράχους, καὶ αὐτὸ ἀποσπασθὲν ἔπλευσεν, ἐβούλιαξε, καὶ ἡ σύρτις τὸ ἔφερε καὶ τὸ ἔρριψεν εἰς τὸν αἰγιαλόν (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το γιαλόξυλο, 1905)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία