↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σχοινίς αἱ σχοινῖδες
σχοινίδες
      γενική τῆς σχοινῖδος
σχοινίδος
τῶν σχοινίδων
      δοτική τῇ σχοινῖδ
σχοινίδ
ταῖς σχοινῖσῐ(ν)
σχοινίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σχοινῖδ
σχοινίδ
τὰς σχοινῖδᾰς
σχοινίδᾰς
     κλητική ! σχοινίς* σχοινῖδες
σχοινίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σχοινῖδε & σχοινίδε
γεν-δοτ τοῖν  σχοινίδοιν
Εξαίρεση: και με μακρό και με βραχύ γιώτα στο θέμα.

* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «καρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σχοινίς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σχοινίς, -ῖδος/-ίδος θηλυκό