σφηνεκτομή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σφηνεκτομή < σφην(α) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
σφηνεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) εκτομή σε σχήμα σφήνας
- ※ Στην πλάγια σφηνεκτομή, αφαιρείται ένα τμήμα του νυχιού προς την πλευρά της βλάβης, ώστε το νύχι να γίνει πιο στενό και ευθύ. ([1])
Μεταφράσεις επεξεργασία
σφηνεκτομή
|