Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συσφαίρωμα τα συσφαιρώματα
      γενική του συσφαιρώματος των συσφαιρωμάτων
    αιτιατική το συσφαίρωμα τα συσφαιρώματα
     κλητική συσφαίρωμα συσφαιρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συσφαίρωμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συσφαίρωμα ουδέτερο

  • → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
    οι ποζολανικές ιδιότητες που παρουσιάζει η ιπτάμενη τέφρα επιτρέπουν την εύκολη μορφοποίησή της σε συσφαιρώματα (pellets) και την δημιουργία κεραμικών δομών[1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία