Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συντεχνίτισσα οι συντεχνίτισσες
      γενική της συντεχνίτισσας των συντεχνιτισσών
    αιτιατική τη συντεχνίτισσα τις συντεχνίτισσες
     κλητική συντεχνίτισσα συντεχνίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συντεχνίτισσα < συντεχνίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συντεχνίτισσα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη συντεχνίτης

  Μεταφράσεις επεξεργασία