συνολοσυνάρτηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνολοσυνάρτηση | οι | συνολοσυναρτήσεις |
γενική | της | συνολοσυνάρτησης | των | συνολοσυναρτήσεων |
αιτιατική | τη | συνολοσυνάρτηση | τις | συνολοσυναρτήσεις |
κλητική | συνολοσυνάρτηση | συνολοσυναρτήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνολοσυνάρτηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνολοσυνάρτηση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνολοσυνάρτηση
|