συνάρτηση χρησιμότητας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνάρτηση χρησιμότητας < συνάρτηση + χρησιμότητας (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική utility function)
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίασυνάρτηση χρησιμότητας θηλυκό
- (μαθηματικά, οικονομία) μαθηματική αναπαράσταση των προτιμήσεων ενός καταναλωτή ή μιας οικονομικής μονάδας, η οποία καταδεικνύει το βαθμό ικανοποίησης που προκύπτει από την κατανάλωση διάφορων αγαθών και υπηρεσιών, αποδίδοντας έναν αριθμητικό δείκτη στη χρησιμότητα που προκύπτει από διαφορετικούς συνδυασμούς αγαθών και επιτρέποντας την κατάταξη αυτών των συνδυασμών από τον λιγότερο στον περισσότερο επιθυμητό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Utility στην αγγλική Βικιπαίδεια