συμπαντογένεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συμπαντογένεση | οι | συμπαντογενέσεις |
γενική | της | συμπαντογένεσης* | των | συμπαντογενέσεων |
αιτιατική | τη | συμπαντογένεση | τις | συμπαντογενέσεις |
κλητική | συμπαντογένεση | συμπαντογενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπαντογενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασυμπαντογένεση θηλυκό
- (κοσμολογία)
- η γέννηση ενός νέου σύμπαντος
- κοσμογονική έκρηξη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συμπαντογένεση
|