↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμπαθεκτομή οι συμπαθεκτομές
      γενική της συμπαθεκτομής των συμπαθεκτομών
    αιτιατική τη συμπαθεκτομή τις συμπαθεκτομές
     κλητική συμπαθεκτομή συμπαθεκτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπαθεκτομή < συμπαθ(ητικος) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμπαθεκτομή θηλυκό

  • (ιατρική) χειρουργική διατομή και διακοπή της συμπαθητικής κεντρικής αλυσίδας (μέθοδος για αντιμετώπιση υπεριδρωσίας)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία