συμπαθία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συμπαθίᾱ | αἱ | συμπαθίαι |
γενική | τῆς | συμπαθίᾱς | τῶν | συμπαθιῶν |
δοτική | τῇ | συμπαθίᾳ | ταῖς | συμπαθίαις |
αιτιατική | τὴν | συμπαθίᾱν | τὰς | συμπαθίᾱς |
κλητική ὦ! | συμπαθίᾱ | συμπαθίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμπαθίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συμπαθίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συμπαθία < αρχαία ελληνική συμπάθεια
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπᾰθία θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- συμπαθία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συμπαθία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.