συκοφάντισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συκοφάντισσα < συκοφάντης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
συκοφάντισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη συκοφάντης
Μεταφράσεις επεξεργασία
συκοφάντισσα
|
συκοφάντισσα θηλυκό
|