συζυγαρχία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συζυγαρχία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συζυγαρχία θηλυκό
- Στρατιωτική μονάδα του πυροβολικού που έχει ως έργο τον εφοδιασμό των διαφόρων μονάδων σε πυρομαχικά.
Μεταφράσεις επεξεργασία
συζυγαρχία
|