Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συζυγαρχία οι συζυγαρχίες
      γενική της συζυγαρχίας των συζυγαρχιών
    αιτιατική τη συζυγαρχία τις συζυγαρχίες
     κλητική συζυγαρχία συζυγαρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συζυγαρχία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συζυγαρχία θηλυκό

  • Στρατιωτική μονάδα του πυροβολικού που έχει ως έργο τον εφοδιασμό των διαφόρων μονάδων σε πυρομαχικά.

  Μεταφράσεις επεξεργασία