συγχωνευτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συγχωνευτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συγχωνευτής αρσενικό (θηλυκό συγχωνεύτρια)
Μεταφράσεις επεξεργασία
συγχωνευτής
|
συγχωνευτής αρσενικό (θηλυκό συγχωνεύτρια)
|