στροβιλοϋπερπληρωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στροβιλοϋπερπληρωτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστροβιλοϋπερπληρωτής αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία στροβιλοϋπερπληρωτής
|
στροβιλοϋπερπληρωτής αρσενικό
|