ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στορύνη αἱ στορύναι
      γενική τῆς στορύνης τῶν στορυνῶν
      δοτική τῇ στορύν ταῖς στορύναις
    αιτιατική τὴν στορύνην τὰς στορύνᾱς
     κλητική ! στορύνη στορύναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στορύν
γεν-δοτ τοῖν  στορύναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στορύνη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στορύνη, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία