στορύνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | στορύνη | αἱ | στορύναι | ||||
γενική | τῆς | στορύνης | τῶν | στορυνῶν | ||||
δοτική | τῇ | στορύνῃ | ταῖς | στορύναις | ||||
αιτιατική | τὴν | στορύνην | τὰς | στορύνᾱς | ||||
κλητική ὦ! | στορύνη | στορύναι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στορύνᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | στορύναιν | ||||||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στορύνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστορύνη, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- το νυστέρι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883
- στορύνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.