↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στηλογνώμονας οι στηλογνώμονες
      γενική του στηλογνώμονα των στηλογνωμόνων
    αιτιατική τον στηλογνώμονα τους στηλογνώμονες
     κλητική στηλογνώμονα στηλογνώμονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Το πλήκτρο Tab

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στηλογνώμονας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στηλογνώμονας αρσενικό

  1. η ετικέτα
  2. (πληροφορική) ένας από τους χαρακτήρες διαστήματος που εκτείνεται στην επόμενη στήλη και παραδοσιακά χρησιμοποιείται για την εισαγωγή στοιχείων σε μορφή καταλόγου (tabulation) και την δημιουργία αριστερής εσοχής σε παραγράφους
  3. (πληροφορική) το πλήκτρο (tab) στο πληκτρολόγιο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία