↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στερεόσφαιρα οι στερεόσφαιρες
      γενική της στερεόσφαιρας των στερεοσφαιρών
    αιτιατική τη στερεόσφαιρα τις στερεόσφαιρες
     κλητική στερεόσφαιρα στερεόσφαιρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στερεόσφαιρα < λόγιο ενδογενές δάνειο: ιταλική stereosfèra < αρχαία ελληνική στερεός + σφαῖρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στερεόσφαιρα θηλυκό

  1. (γεωλογία) το εξωτερικό, στερεό στρώμα της γης, που περιλαμβάνει τον φλοιό και το ανώτερο τμήμα του μανδύα
     συνώνυμα: λιθόσφαιρα
  2. (αστρονομία, σπάνιο) ουράνιο στρερεό σώμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • στερεόσφαιρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)