στερεόσφαιρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στερεόσφαιρα < λόγιο ενδογενές δάνειο: ιταλική stereosfèra < αρχαία ελληνική στερεός + σφαῖρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστερεόσφαιρα θηλυκό
- (γεωλογία) το εξωτερικό, στερεό στρώμα της γης, που περιλαμβάνει τον φλοιό και το ανώτερο τμήμα του μανδύα
- (αστρονομία, σπάνιο) ουράνιο στρερεό σώμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία στερεόσφαιρα
|
Πηγές
επεξεργασία- στερεόσφαιρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)