Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στατική τριβή οι στατικές τριβές
      γενική της στατικής τριβής των στατικών τριβών
    αιτιατική τη στατική τριβή τις στατικές τριβές
     κλητική στατική τριβή στατικές τριβές
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στατική τριβή < → δείτε τις λέξεις στατική και τριβή

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

στατική τριβή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία