στακάτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στακάτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική staccato < staccare < distaccare (χωρίζω, αποσυνδέω) < μέση γαλλική destacher (αποσυνδέω) < παλαιά γαλλικά destachier (αποσυνδέω) < des- + attachier (συνάπτω, συνδέω) < estachier < estache < φραγκικά *stakka (πάσσαλος, παλούκι) < πρωτογερμανική *stakkaz < *stakkô < *(s)teg- (πάσσαλος, παλούκι, ραβδί)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστακάτο ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) μουσικός όρος που υποδεικνύει την εκτέλεση των νοτών σε συντομότερο χρόνο απ’ ό,τι αναγράφεται στο πεντάγραμμο και με παύσεις ανάμεσά τους