σπορίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σπορίτης | οι | σπορίτες |
γενική | του | σπορίτη | των | σποριτών |
αιτιατική | τον | σπορίτη | τους | σπορίτες |
κλητική | σπορίτη | σπορίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπορίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπορίτης αρσενικό
- → δείτε τη λέξη σποριάς