Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπιρουλίνα οι σπιρουλίνες
      γενική της σπιρουλίνας των σπιρουλίνων
    αιτιατική τη σπιρουλίνα τις σπιρουλίνες
     κλητική σπιρουλίνα σπιρουλίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπιρουλίνα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπιρουλίνα θηλυκό

  1. γένος κυανοβακτηρίων (Spirulina)
  2. βιομάζα βρώσιμων μονοκύτταρων, μικροσκοπικών κυανοβακτηρίων (τριών ειδών Arthrospira platensis, A. fusiformis, και A. maxima)

  Μεταφράσεις επεξεργασία