σπιρουλίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπιρουλίνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπιρουλίνα θηλυκό
- γένος κυανοβακτηρίων (Spirulina)
- βιομάζα βρώσιμων μονοκύτταρων, μικροσκοπικών κυανοβακτηρίων (τριών ειδών Arthrospira platensis, A. fusiformis, και A. maxima)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπιρουλίνα
|