σπείραμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπείραμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπείραμα ουδέτερο
- (ιατρική) μικρό φίλτρο των νεφρών (χρησιμοποιείται στον πληθυντικό σπειράματα)
- (ιατρική) όρος για ενδομήτρια συσκευή αντισύλληψης, κοινά ονομαζόμενη σπιράλ, αναφερόμενη και με τα αρχικά IUD στα αγγλικά
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπείραμα
|