Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπείραμα τα σπειράματα
      γενική του σπειράματος των σπειραμάτων
    αιτιατική το σπείραμα τα σπειράματα
     κλητική σπείραμα σπειράματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπείραμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπείραμα ουδέτερο

  1. (ιατρική) μικρό φίλτρο των νεφρών (χρησιμοποιείται στον πληθυντικό σπειράματα)
  2. (ιατρική) όρος για ενδομήτρια συσκευή αντισύλληψης, κοινά ονομαζόμενη σπιράλ, αναφερόμενη και με τα αρχικά IUD στα αγγλικά

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία