σκοποθεσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκοποθεσία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκοποθεσία θηλυκό
- η στοχοθεσία, το να βάζει κάποιος στόχους προς επίτευξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκοποθεσία
|
σκοποθεσία θηλυκό
|