σκετς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκετς < (άμεσο δάνειο) αγγλική sketch < ολλανδική schets < ιταλική schizzo < λατινική schedium < αρχαία ελληνική σχέδιον (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκετς ουδέτερο άκλιτο
σκετς ουδέτερο άκλιτο