Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σιγουράρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σιγουράρισμα
τα
σιγουραρίσμα
τ
α
γενική
του
σιγουραρίσμα
τ
ος
των
σιγουραρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
σιγουράρισμα
τα
σιγουραρίσμα
τ
α
κλητική
σιγουράρισμα
σιγουραρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σιγουράρισμα
<
σιγουράρω
+
-ισμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σιγουράρισμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
σιγουράρω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
σιγούρεμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σιγουράρισμα
→
δείτε
τη λέξη
σιγούρεμα