σεληνοτοπογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σεληνοτοπογράφος < σεληνοτοπογραφία + -ος
Επίθετο
επεξεργασίασεληνοτοπογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- που ασχολείται με την σεληνοτοπογραφία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σεληνοτοπογραφία
Μεταφράσεις
επεξεργασία σεληνοτοπογράφος
|