σακογκόλιθος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σακογκόλιθος | οι | σακογκόλιθοι |
γενική | του | σακογκόλιθου & σακογκολίθου |
των | σακογκόλιθων & σακογκολίθων |
αιτιατική | τον | σακογκόλιθο | τους | σακογκόλιθους & σακογκολίθους |
κλητική | σακογκόλιθε | σακογκόλιθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σακογκόλιθος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σακογκόλιθος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σακογκόλιθος
|