σαβουρομηχανή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασαβουρομηχανή θηλυκό
- (σπάνιο, προφορικό) παλιά μηχανή ή μηχάνημα που δεν αποδίδει / μηχανή κακής ποιότητας
- με την κινέζικη σαβουρομηχανή, οι πτώσεις είναι αμέτρητες
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαβουρομηχανή
|