↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαΐτεμα τα σαϊτέματα
      γενική του σαϊτέματος των σαϊτεμάτων
    αιτιατική το σαΐτεμα τα σαϊτέματα
     κλητική σαΐτεμα σαϊτέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαΐτεμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαΐτεμα ουδέτερο

  • τραυματισμός από βέλος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία