Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σάρισα οι σάρισες
      γενική της σάρισας των σαρισών
    αιτιατική τη σάρισα τις σάρισες
     κλητική σάρισα σάρισες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σάρισα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σάρισα θηλυκό

  • μακρύ κοντάρι με το οποίο ήταν οπλισμένοι οι άντρες της αρχαίας μακεδονικής φάλαγγας

  Μεταφράσεις επεξεργασία