Δείτε επίσης: Ροδίτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ροδίτης οι ροδίτες
      γενική του ροδίτη των ροδιτών
    αιτιατική τον ροδίτη τους ροδίτες
     κλητική ροδίτη ροδίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ροδίτης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ροδίτης αρσενικό

  1. ποικιλία σταφυλιού με διάφορες αποχρώσεις του ρόδινου χρώματος
  2. είδος κρασιού

  Μεταφράσεις

επεξεργασία