Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρετάρισμα τα ρεταρίσματα
      γενική του ρεταρίσματος των ρεταρισμάτων
    αιτιατική το ρετάρισμα τα ρεταρίσματα
     κλητική ρετάρισμα ρεταρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρετάρισμα < ρετάρω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρετάρισμα ουδέτερο

  • η συνέπεια του ρετάρω
* ρετάρισμα μηχανής

  Μεταφράσεις επεξεργασία