ρεζίλεμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρεζίλεμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρεζίλεμα ουδέτερο
- κάτι που προκαλεί εξευτελισμό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρεζίλεμα
|
ρεζίλεμα ουδέτερο
|