↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ραμφισμός οι ραμφισμοί
      γενική του ραμφισμού των ραμφισμών
    αιτιατική τον ραμφισμό τους ραμφισμούς
     κλητική ραμφισμέ ραμφισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ραμφισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ραμφισμός αρσενικό

→ δείτε τη λέξη  ράμφισμα
  1. τσιμπολογώ με ράμφος
  2. (μεταφορικά) κεντρίζω
  3. (μεταφορικά) επικαλούμαι ιδέες του Στέλιου Ράμφου, υπερασπίζομαι παρωχημένες απόψεις ανασυνδιάζοντάς τες και ερμηνεύοντάς τες υποκειμενικά, στρεβλώνοντας τα πηγαία κείμενα που επικαλούμαι, ηθικολογικός νεοχριστιανισμός, συμβιβάζομαι με ιδέες του χθες - εξωραΐζοντάς τες επιφανειακά ή τεχνηέντως