Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ραδιοεντοπισμός οι ραδιοεντοπισμοί
      γενική του ραδιοεντοπισμού των ραδιοεντοπισμών
    αιτιατική τον ραδιοεντοπισμό τους ραδιοεντοπισμούς
     κλητική ραδιοεντοπισμέ ραδιοεντοπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραδιοεντοπισμός < ραδιο- + εντοπισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραδιοεντοπισμός αρσενικό

  1. εντοπισμός που γίνεται με ηλεκτρονικά μέσα
  2. εντοπισμός που γίνεται με πομποδέκτη ραδιοκυμάτων π.χ. ραντάρ

  Μεταφράσεις επεξεργασία