↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πόρθησῐς αἱ πορθήσεις
      γενική τῆς πορθήσεως τῶν πορθήσεων
      δοτική τῇ πορθήσει ταῖς πορθήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πόρθησῐν τὰς πορθήσεις
     κλητική ! πόρθησῐ πορθήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πορθήσει
γεν-δοτ τοῖν  πορθησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πόρθησις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πόρθησις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)