↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυραντίσταση οι πυραντιστάσεις
      γενική της πυραντίστασης* των πυραντιστάσεων
    αιτιατική την πυραντίσταση τις πυραντιστάσεις
     κλητική πυραντίσταση πυραντιστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πυραντιστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυραντίσταση < πυρ- + αντίσταση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πυραντίσταση θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Κανονισμός Πυροπροστασίας Κτιρίων, ΠΔ. 41, ΦΕΚ Α, 80, 7 Μαΐου 2018
  • πυραντίστασηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)