πυραντίσταση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πυραντίσταση | οι | πυραντιστάσεις |
γενική | της | πυραντίστασης* | των | πυραντιστάσεων |
αιτιατική | την | πυραντίσταση | τις | πυραντιστάσεις |
κλητική | πυραντίσταση | πυραντιστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πυραντιστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπυραντίσταση θηλυκό
- (λόγιο, τεχνολογία) η ικανότητα αντίστασης ενός δομικού υλικού ή μιας κατασκευής να αντιστέκεται για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα στα θερμικά αποτελέσματα μιας φωτιάς, χωρίς απώλεια της ευστάθειας, της ακεραιότητας και της αντίστασης στη δίοδο της θερμότητας[1]
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πυραντίσταση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Κανονισμός Πυροπροστασίας Κτιρίων, ΠΔ. 41, ΦΕΚ Α, 80, 7 Μαΐου 2018
Πηγές
επεξεργασία- πυραντίσταση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)