ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρόληψῐς αἱ προλήψεις
      γενική τῆς προλήψεως τῶν προλήψεων
      δοτική τῇ προλήψει ταῖς προλήψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πρόληψῐν τὰς προλήψεις
     κλητική ! πρόληψῐ προλήψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προλήψει
γεν-δοτ τοῖν  προληψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρόληψις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. ζητούμενο λήμμα
  2. πρόληψη

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)