καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρωτεργάτις αἱ πρωτεργάτιδες
      γενική τῆς πρωτεργάτιδος τῶν πρωτεργατίδων
      δοτική τῇ πρωτεργάτιδι ταῖς πρωτεργάτισι(ν)
    αιτιατική τὴν πρωτεργάτιν τὰς πρωτεργάτιδας
     κλητική ! πρωτεργάτι πρωτεργάτιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρωτεργάτις, -ιδος θηλυκό