προϋπόσχεσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προϋπόσχεσῐς | αἱ | προϋποσχέσεις | ||||
γενική | τῆς | προϋποσχέσεως | τῶν | προϋποσχέσεων | ||||
δοτική | τῇ | προϋποσχέσει | ταῖς | προϋποσχέσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | προϋπόσχεσῐν | τὰς | προϋποσχέσεις | ||||
κλητική ὦ! | προϋπόσχεσῐ | προϋποσχέσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προϋποσχέσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | προϋποσχεσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προϋπόσχεσις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροϋπόσχεσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- προϋπόσχεσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.