ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προϋπόσχεσῐς αἱ προϋποσχέσεις
      γενική τῆς προϋποσχέσεως τῶν προϋποσχέσεων
      δοτική τῇ προϋποσχέσει ταῖς προϋποσχέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προϋπόσχεσῐν τὰς προϋποσχέσεις
     κλητική ! προϋπόσχεσῐ προϋποσχέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προϋποσχέσει
γεν-δοτ τοῖν  προϋποσχεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προϋπόσχεσις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προϋπόσχεσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)