προχειρίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προχειρίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
προχειρίζω
- χειροτονώ
- (μεταφορικά) έχοντας εξουσία-αρμοδιότητα ανεβάζω κάποιον στην ιεραρχική κλίμακα, δίνω προαγωγή, προβιβάζω, προάγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
προχειρίζω
|