προφύλαξις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προφύλαξῐς | αἱ | προφυλάξεις | ||||
γενική | τῆς | προφυλάξεως | τῶν | προφυλάξεων | ||||
δοτική | τῇ | προφυλάξει | ταῖς | προφυλάξεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | προφύλαξῐν | τὰς | προφυλάξεις | ||||
κλητική ὦ! | προφύλαξῐ | προφυλάξεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προφυλάξει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | προφυλαξέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προφύλαξις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προφύλαξις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά επεξεργασία
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές επεξεργασία
- προφύλαξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.