Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προφύλαξῐς αἱ προφυλάξεις
      γενική τῆς προφυλάξεως τῶν προφυλάξεων
      δοτική τῇ προφυλάξει ταῖς προφυλάξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προφύλαξῐν τὰς προφυλάξεις
     κλητική ! προφύλαξῐ προφυλάξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προφυλάξει
γεν-δοτ τοῖν  προφυλαξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προφύλαξις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προφύλαξις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία