προτίμησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προτίμησῐς | αἱ | προτιμήσεις |
γενική | τῆς | προτιμήσεως | τῶν | προτιμήσεων |
δοτική | τῇ | προτιμήσει | ταῖς | προτιμήσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | προτίμησῐν | τὰς | προτιμήσεις |
κλητική ὦ! | προτίμησῐ | προτιμήσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προτιμήσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προτιμησέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προτίμησις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροτίμησις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- προτίμησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προτίμησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.