προσόρμισις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προσόρμισῐς | αἱ | προσορμίσεις |
γενική | τῆς | προσορμίσεως | τῶν | προσορμίσεων |
δοτική | τῇ | προσορμίσει | ταῖς | προσορμίσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | προσόρμισῐν | τὰς | προσορμίσεις |
κλητική ὦ! | προσόρμισῐ | προσορμίσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσορμίσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προσορμισέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσόρμισις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προσόρμισις, -εως θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές επεξεργασία
- προσόρμισις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προσόρμισις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.