προστατῖτις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προστατῖτις | αἱ | προστατίτιδες | ||||
γενική | τῆς | προστατίτιδος | τῶν | προστατιτίδων | ||||
δοτική | τῇ | προστατίτιδι | ταῖς | προστατίτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | προστατῖτιν | τὰς | προστατίτιδας | ||||
κλητική ὦ! | προστατῖτι | προστατίτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προστατῖτις (μαρτυρείται από το 1876)[1] → και δείτε τη λέξη προστατίτιδα
Ουσιαστικό επεξεργασία
προστατῖτις, -ιδος θηλυκό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 858, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου