προσαύξησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προσαύξησῐς | αἱ | προσαυξήσεις | ||||
γενική | τῆς | προσαυξήσεως | τῶν | προσαυξήσεων | ||||
δοτική | τῇ | προσαυξήσει | ταῖς | προσαυξήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | προσαύξησῐν | τὰς | προσαυξήσεις | ||||
κλητική ὦ! | προσαύξησῐ | προσαυξήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσαυξήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | προσαυξησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προσαύξησις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσαύξησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- πρόσθετο μεγάλωμα, προσαύξηση
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- προσαύξησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.