πρασάγγουρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρασάγγουρας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρασάγγουρας αρσενικό
- (ζωολογία) γεοσκώληκας που δημιουργεί μεγάλες καταστροφές στις ρίζες των κηπευτικών
- → δείτε τη λέξη προσαγγουρίς
- (ιδιωματικό) επικριτικός χαρακτηρισμός αγρότη που τον βρίσκει η νύκτα στα χωράφια, ή προκαλεί με την υπόγεια συμπεριφορά του προβλήματα στη κοινωνία του χωριού (Νάκος) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) σε ποια ιδιώματα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία είδος σκουληκιού
|
Πηγές
επεξεργασία- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)