Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πουνέντης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πουνέντ
ες
οι
πουνέντ
ηδες
γενική
του
πουνέντ
ε
των
πουνέντ
ηδων
αιτιατική
τον
πουνέντ
ε
τους
πουνέντ
ηδες
κλητική
πουνέντ
ε
πουνέντ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
κόντες
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πουνέντης
αρσενικό
και
πονέντες
ή
πουνέντες
βλέπε
πουνέντες