Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πουλσατίλα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πουλσατίλ
α
οι
πουλσατίλ
ες
γενική
της
πουλσατίλ
ας
των
πουλσατιλ
ών
αιτιατική
την
πουλσατίλ
α
τις
πουλσατίλ
ες
κλητική
πουλσατίλ
α
πουλσατίλ
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πουλσατίλα
<
pulsatilla
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πουλσατίλα
θηλυκό
(
λουλούδι
,
φυτό
) ανθός με μωβ πέταλα, που έχει φαρμακευτικές ιδιότητες
Άλλες μορφές
επεξεργασία
πουλσατίλλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πουλσατίλα