↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πορδοβούλωμα τα πορδοβουλώματα
      γενική του πορδοβουλώματος των πορδοβουλωμάτων
    αιτιατική το πορδοβούλωμα τα πορδοβουλώματα
     κλητική πορδοβούλωμα πορδοβουλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πορδοβούλωμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πορδοβούλωμα ουδέτερο

  • (χυδαίο) μειωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία